ψευτοδουλειά

ψευτοδουλειά
η плохая работа; халтура (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ψευτοδουλειά" в других словарях:

  • ψευτοδουλειά — η, Ν δουλειά πρόχειρη, που δεν έγινε με προσοχή και επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + δουλειά] …   Dictionary of Greek

  • ψευτοδουλειά — η ψεύτικη δουλειά, φτηνοδουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψεύτικος — η, ο, Ν [ψεύτης] 1. ψευδής, προσποιητός («ψεύτικος όρκος») 2. απατηλός («ψεύτικο δάκρυ») 3. πλαστός («ψεύτικη διαθήκη») 4. τεχνητός («ψεύτικο δόντι») 5. κίβδηλος, κάλπικος (α. «ψεύτικος παράς» β. «ψεύτικο διαμάντι») 6. ανειλικρινής («ψεύτικη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»